- λαλαχεύομαι
- λαλαχεύομαι,A = λαχνόομαι, POxy.294.25 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαλαχεύομαι — (Α) πάπ. λαχνούμαι*, ζω ακόλαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ερμηνεύθηκε ως «τόπος φυτεμένος με λάχανα» (πρβλ. λάχανον), ενώ, κατ άλλη άποψη, συνδέεται με το ρ. λαλαγῶ «φλυαρώ». Κατ άλλους, η λ. συνδέεται με την ποντιακή λ. λαλαχεύω… … Dictionary of Greek
λαλαχός — λαλαχός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. λαλαχεύομαι*] … Dictionary of Greek